- ἐπιτεύξεις
- ἐπίτευξιςhitting the markfem nom/voc pl (attic epic)ἐπίτευξιςhitting the markfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ντέμλερ, Γκότλιμπ — (Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… … Dictionary of Greek
φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek